Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

του επιδόματος

См. также в других словарях:

  • κόστος — Η χρηματική ή άλλη θυσία που απαιτείται για την απόκτηση ενός αγαθού. Συνδέεται με τη βασική οικονομική παρατήρηση σχετικά με την ανεπάρκεια των αγαθών σε σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες, κατάσταση που δεν επιτρέπει την ελεύθερη διάθεσή τους και… …   Dictionary of Greek

  • δικαιούχος — α, ο αυτός που δικαιούται κάτι: Δικαιούχοι του επιδόματος ανεργίας είναι όλοι οι άνεργοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορήγηση — η παροχή, καταβολή: Ακόμη περιμένουμε τη χορήγηση του επιδόματος που μας υποσχέθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • τριετία — η 1. χρονικό διάστημα τριών ετών. 2. η τρίτη επέτειος, η τριετηρίδα: Γιορτάζουν την τριετία του γάμου τους. 3. τρία χρόνια υπηρεσίας υπαλλήλου, που υπολογίζονται για χορήγηση επιδόματος: Αυξήθηκαν οι αποδοχές του· πήρε τριετία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»